- ὑποστηρίγματα
- ὑποστήριγμαunderpropneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Φερόες — Αρχιπέλαγος της Βόρειας Ευρώπης που ανήκει πολιτικά στη Δανία. Από το 1948 όμως έχει διοικητική αυτονομία και δικό του Κοινοβούλιο (Lagting). Αποτελείται από 22 μεγαλύτερα νησιά, από τα οποία μόνο 17 είναι κατοικημένα, και από πολυάριθμα άλλα… … Dictionary of Greek
подътвьрдиѥ — ПОДЪТВЬРДИ|Ѥ (1*), ˫А с. Подпора: мѣдѧна˫а же два велика˫а столпа и мѣдѧноѥ море. и под нимь бывшимъ •в͠і• телцема подътверди˫а ѥго и всю мѣдь сѹщюю въ цр҃кви г(с)ни скрѹши и несе въ Вавилонъ. (τὰ ὑποστηρίγματα) ГА XIV1, 112в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
αμαξόποδες — οι υποστηρίγματα τού σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. τού ουσ. πους, ποδός] … Dictionary of Greek
αντερείδω — ἀντερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω κάτι πάνω σε άλλο 2. στηρίζω, τοποθετώ κάτι στερεά 3. τοποθετώ υποστηρίγματα 4. μένω σταθερός, αντιστέκομαι σε πίεση 5. ασκώ πίεση αμοιβαία με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αποσκαριάζω — [σκαρί] 1. (για πλοία) αφαιρώ τα σκαριά και καθελκύω στη θάλασσα 2. αφαιρώ τα υποστηρίγματα ογκώδους αντικειμένου … Dictionary of Greek
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
δοκανίκι — το 1. δεκανίκι 2. στον πληθ. τα δοκανίκια υποστηρίγματα που κρατούν το πλοίο όρθιο στη σχάρα τού ναυπηγίου, δρύοχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεκανίκι] … Dictionary of Greek